Σύνδεση

Όνομα Χρήστη *
Κωδικός *
Να με θυμάσαι

Αρχές της βοτανικής στο μπονσάι - Η επιστήμη πίσω από την τέχνη.

Απρ 05, 2017

Aρχές της βοτανικής στο μπονσάι

Η επιστήμη πίσω από την τέχνη

 

"Εμπειρία είναι το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας"

(Όσκαρ Γουάιλντ)

Για να είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πώς ακριβώς λειτουργούν οι διάφορες τεχνικές και μέθοδοι στην καλλιέργεια του μπονσάι και για ποιον λόγο τα αποτελέσματά τους είναι αυτά που αναμένονται κι όχι διαφορετικά, είναι απαραίτητο να έχουμε κάποιες βασικές γνώσεις σχετικά με τον οργανισμό των φυτών. Πρέπει να αποκτήσουμε την ικανότητα να προβλέπουμε τι θα επακολουθήσει εάν εφαρμόσουμε μία συγκεκριμένη τεχνική στο δέντρο μας, καθώς αυτή η γνώση είναι σπουδαίας σημασίας για την περαιτέρω κατανόηση του δέντρου-μπονσάι.

Ο τρόπος με τον οποίο κάθε είδος φυτού ανταποκρίνεται στις τεχνικές δημιουργίας μπονσάι, οφείλεται στις γενετικές πληροφορίες που αναγράφονται στο DNA του. Έτσι για παράδειγμα, ένα πεύκο δεν θα δώσει νέα μάτια προς τα πίσω, όπως μία φτελιά, εάν του κόψουμε όλα τα κλαδιά χωρίς να έχουμε αφήσει μερικές βελόνες. Οι γενετικές πληροφορίες καθορίζουν τον τρόπο αντίδρασης γενικά του δέντρου σε συνάρτηση με τα χημικά ή φυσικά ερεθίσματα που αυτό προσλαμβάνει. Το γεγονός αυτό έχει ειδικότερη σχέση με το μπονσάι, δεδομένου ότι κατά τη διαμόρφωση εξαναγκάζουμε το δέντρο να αλλάξει το σύνηθες πρότυπο ανάπτυξης που έχει αποθηκευμένο στα κύτταρά του. Όταν κλαδεύουμε, περιμένουμε λογικά να αναπτυχθούν νέα βλαστάρια. Για κάποια είδη αυτό είναι η συνήθης αντίδραση στο κλάδεμα (π.χ. οι φίκοι). Εντούτοις, κάποια άλλα είδη δεν θα αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο (π.χ. τα πεύκα). Προκειμένου να εμφανιστεί νέα βλάστηση σ’ ένα γυμνό κλαδί, θα πρέπει κάποια κύτταρα σ’ αυτό το κλαδί να λάβουν ένα ορμονικό μήνυμα, που θα επηρεάσει ειδικές πρωτεΐνες οι οποίες είναι υπεύθυνες για την «ανάγνωση» των αντίστοιχων πληροφοριών του DNA, ώστε να αλλάξει το σύνηθες πρότυπο ανάπτυξης.

 

H ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ 

Ως βλαστός αναφέρεται βοτανολογικά το ζεύγος φύλλων και μίσχων που αναπτύσσεται στο στέλεχος. Το συνδυασμός αυτών των δύο πραγμάτων διαμορφώνει το βασικό σχήμα ενός φυτού. Ένα φυτό ξεκινά με έναν βλαστό και αναπτύσσει περισσότερους καθώς μεγαλώνει. Μ’ αυτόν τον τρόπο το φυτό σταδιακά διαμορφώνει το περίπλοκο σχήμα του. Ο βλαστός σχηματίζεται κατ’ αρχάς από τη διαίρεση των κυττάρων και την αναγέννηση του κορυφαίου μεριστώματος στους οφθαλμούς και στη συνέχεια αναπτύσσεται σταδιακά.

Καθώς το νερό απορροφάται εξωτερικά από τα κυτταρικά τοιχώματα προς τα χυμοτόπια εντός των κυττάρων, αυξάνει τον όγκο κάθε κυττάρου. Ανεπάρκεια νερού στα χυμοτόπια και στα κύτταρα, μειώνει την πίεση νερού σε κάθε κύτταρο, το οποίο καθίσταται ανίκανο να υποστηρίξει το φυτό, με τον ίδιο τρόπο που τα σκασμένα ελαστικά δεν μπορούν να υποστηρίξουν το όχημα. Επομένως, όταν δεν παρέχουμε στο φυτό εγκαίρως το νερό που χρειάζεται, θα του προκαλέσουμε μαρασμό.

Εκτός από τον βλαστό, η ρίζα αποτελεί μία άλλη μονάδα στη δομή του φυτού. Ο βλαστός αναπτύσσεται κυρίως προς τα επάνω, σε αντίθεση με τη ρίζα, η οποία κυρίως αναπτύσσεται προς τα κάτω – χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις. Υπάρχουν φυτά που αναπτύσσουν τις ρίζες τους πάνω από το έδαφος, ενώ άλλα αναπτύσσουν τις ρίζες τους κάτω από το έδαφος. Η ρίζα και ο βλαστός σχηματίζονται από διαιρούμενους ιστούς σε κάθε ένα από τα άκρα του φυτού και μεγαλώνουν σαν αντανάκλαση καθρέφτη του ενός με το άλλο. Η ρίζα αυξάνεται σύμφωνα με τις ανάγκες του βλαστού και ο βλαστός μεγαλώνει όσο η ρίζα μπορεί να τον υποστηρίξει πλήρως. Τα δύο μέρη είναι αμοιβαίως εξαρτώμενα. Όσο αυξάνεται το ένα, τόσο θα αναπτύσσεται και το άλλο. Ειδικότερα, η ισορροπία μεταξύ βλαστού και ρίζας εκφράζει την ισορροπία σε παροχή και ζήτηση των παρακάτω τριών παραγόντων στο φυτό:

1.- Ισορροπία στο νερό

2.- Ισορροπία στα θρεπτικά συστατικά

3.- Ισορροπία στη μηχανική

Το τμήμα του στελέχους όπου αναπτύσσονται οι οφθαλμοί, ονομάζεται «γόνατο». Το διάστημα μεταξύ δύο οφθαλμών ονομάζεται «μεσογονάτιο». Εφ’ όσον μπονσάι είναι η μικρογραφία ενός φυτού στη φύση, θα πρέπει να συμπιέσουμε τα μεσογονάτια διαστήματα. Εντούτοις, τα μεσογονάτια μπορεί να μεγαλώσουν και να μακρύνουν πολύ στα σημεία όπου έχουμε δυνατή βλάστηση. Τέτοια κλαδιά ονομάζονται λαίμαργοι βλαστοί.

 

Δημιουργία μπονσάι με τον έλεγχο και την προσαρμογή της ισορροπίας ρίζας-βλαστών

Προκειμένου το μπονσάι να αποδώσει ικανοποιητικά το φυσικό σχήμα του δέντρου που ζει στη φύση, πρέπει να έχει ένα χοντρό κορμό που ανυψώνεται κωνικά. Τα κλαδιά και τα φύλλα πρέπει να είναι λεπτότερα σε σχέση με τον κορμό και άφθονα. Όλα αυτά μπορούμε να τα επιτύχουμε ελέγχοντας και ρυθμίζοντας την ισορροπία ρίζας-βλαστού. Καθώς η ποσότητα του νερού και των θρεπτικών ουσιών που χρειάζονται οι βλαστοί είναι ακριβώς εκείνη που παράγει και προμηθεύει η ρίζα, πρέπει να της επιτρέπουμε να αναπτυχθεί πλήρως, έτσι ώστε ο βλαστός να μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Σ’ αυτό το στάδιο, για να εξασφαλίσουμε την ελεύθερη ανάπτυξη των ριζών, πρέπει να καλλιεργούμε το φυτό σε μεγαλύτερη γλάστρα ή στο έδαφος.

Για να διαμορφώσουμε το μπονσάι μας, πρέπει επανειλημμένα να κλαδεύουμε τους βλαστούς, τα φύλλα και τους οφθαλμούς του βλαστού. Το σχήμα του μπονσάι δημιουργείται με το κλάδεμα των βλαστών και με τη ρύθμιση της ισορροπίας μεταξύ της ρίζας και του βλαστού. Με το κλάδεμα μεγάλης ποσότητας βλαστών υπό μία δεδομένη ισορροπία ρίζας-βλαστού, μειώνουμε ταχύτερα την κατανάλωση νερού και τροφής από τον βλαστό, σε σχέση με την παροχή από την πλευρά της ρίζας. Κάτω από μια τέτοια διέγερση, το επιπλέον νερό και τα θρεπτικά συστατικά που παρέχει η ρίζα θα κυλήσει προς τους γειτονικούς οφθαλμούς που είναι σε λήθαργο και θα ενεργοποιήσει την ανάπτυξή τους. Ειδικότερα, όταν κλαδεύονται βλαστοί, αποκόπτονται επίσης και οι ακραίοι οφθαλμοί. Αυτό σημαίνει ότι θα σταματήσει η ανάπτυξη των βλαστών προς την κάθετη διεύθυνση. Το νερό και η τροφή που προμηθεύουν οι ρίζες θα κατευθυνθούν τότε προς τους πλευρικούς οφθαλμούς και θα τους κάνουν να μεγαλώσουν. Επομένως, αφού κλαδέψουμε τους βλαστούς σε σημείο επάνω από πλευρικούς οφθαλμούς, νέοι βλαστοί θα διακλαδιστούν στο σημείο κοντά στις τομές. Εάν οι πλευρικοί οφθαλμοί έχουν ήδη ανοίξει κι αναπτυχθεί σ’ έναν νέο βλαστό, αυτός θα συνεχίσει να επιμηκύνεται ακόμα περισσότερο. Τα στελέχη στον νέο βλαστό θα είναι λεπτότερα από εκείνα που βρίσκονται στους παλιότερους. Μπορούμε να κάνουμε χρήση αυτού του φαινομένου και να κλαδέψουμε κορμό και κλαδιά, προκειμένου να επιτύχουμε την κωνικότητα. Μπορούμε ακόμα να σχηματίσουμε καμπύλες και να δώσουμε κίνηση στον κορμό και στα κλαδιά. Επιπλέον, μπορούμε να το εφαρμόσουμε αυτό όταν κλαδεύουμε τα λαίμαργα κλαδιά, για να δημιουργήσουμε νέα κλαδιά. Όπως ακριβώς και στο κλάδεμα των στελεχών, οι πλευρικοί οφθαλμοί στα στελέχη θα ενεργοποιηθούν και θα αναπτυχθούν σε νέους ενεργούς βλαστούς.

Το κλάδεμα όλων των φύλλων ή η αποφύλλωση σε μία φορά θα προκαλέσει τεράστια ανισορροπία μεταξύ νερού και θρεπτικών ουσιών που παρέχει η ρίζα και αυτών που απαιτεί ο βλαστός. Ως αποτέλεσμα, νέοι βλαστοί θα αναπτυχθούν με μεγάλη αφθονία. Για παράδειγμα, όταν αφαιρούμε όλα τα φύλλα αφού οι οφθαλμοί έχουν αναπτυχθεί σε βλαστούς και τα φύλλα έχουν ωριμάσει, το δέντρο θα αναπτύξει ίση ποσότητα φύλλων προκειμένου να επαναφέρει την ισορροπία. Αυτό το γεγονός με τη σειρά του θα ενεργοποιήσει στη συνέχεια τους γειτονικούς πλευρικούς οφθαλμούς που είναι σε λήθαργο, οι οποίοι θα μεγαλώσουν και θα αποτελέσουν νέους βλαστούς. Σ’ αυτή την περίπτωση, το δέντρο έχει συμπληρώσει ανάπτυξη δύο περιόδων μέσα σε ένα έτος. Έτσι, θα έχουμε μειώσει τον χρόνο και θα έχουμε συμπληρώσει μέσα σ’ ένα έτος την εκπαίδευση του μπονσάι που αντιστοιχεί σε δύο καλλιεργητικές περιόδους. Εάν θα μπορούσαμε να κλαδέψουμε τρεις φορές ανά έτος, τότε θα είχαμε πραγματοποιήσει διαδικασία εκπαίδευσης τριών ετών.

Στο κλάδεμα των οφθαλμών, οι βλαστοί θα σταματήσουν να αναπτύσσονται, όπως και στο κλάδεμα των στελεχών, και οι πλευρικοί οφθαλμοί θα ενεργοποιηθούν για να αποτελέσουν νέους βλαστούς. Μερικοί πλευρικοί οφθαλμοί δεν ενεργοποιούνται εύκολα μετά το κλάδεμα κι αυτό εξαρτάται από το είδος του δέντρου ή εάν το δέντρο είναι ηλικιωμένο ή εάν ο ρυθμός ανάπτυξής του είναι χαμηλός. Επίσης, μετά το κλάδεμα των βελονών στα κωνοφόρα, το σχήμα των φύλλων/βελονών μπορεί να χειροτερέψει ή το δέντρο να μαραθεί εύκολα.

 

Επιτυγχάνοντας “Keisho-sodai” με τον έλεγχο της ισορροπίας ρίζας-βλαστών

Keisho-sodai σημαίνει κυριολεκτικά «μικρό μέγεθος, μεγάλη ομοιότητα» και πραγματικά αυτό είναι το αποτέλεσμα της καλής τεχνικής μπονσάι. Τα δέντρα που αναπτύσσονται στη φύση, οι βλαστοί, τα στελέχη, τα κλαδιά και τα φύλλα αυξάνονται καθ’ ύψος και εξαπλώνονται κατά πλάτος καθώς μεγαλώνουν. Το αντίθετο θα πρέπει να συμβαίνει στο μπονσάι, το δέντρο πρέπει να παραμένει μικρό σε διαστάσεις καθώς μεγαλώνει. Έτσι πρέπει να κλαδεύουμε τα κλαδιά, τα στελέχη και τα φύλλα που αναπτύσσονται προς τα επάνω ή προς τα έξω, για να δημιουργήσουμε ένα μπονσάι. Αντίστοιχα τότε, περισσότερο νερό και θρεπτικά συστατικά χορηγούνται από τις ρίζες και νέοι βλαστοί θα αναπτυχθούν. Το νερό και οι χυμοί παρέχονται τώρα στους πλάγιους οφθαλμούς στην εσωτερική πλευρά του δέντρου κι αυτοί θα ενεργοποιηθούν και θα αναπτυχθούν σε οριζόντια κατεύθυνση. Καθώς οι πλάγιοι οφθαλμοί στο εσωτερικό του δέντρου μεγαλώνουν, βλέπουμε ότι προσθέτουν περισσότερα κλαδιά και φύλλα στο μπονσάι μας, ενώ διατηρείται το αρχικό του μέγεθος. Επίσης, καθώς η περίοδος ανάπτυξης είναι μικρή, τα νέα κλαδιά και φύλλα είναι πιο λεπτά και μικρά. Πρέπει να παρατηρούμε τους οφθαλμούς εκείνους που έχουν την εντονότερη κατεύθυνση προς τα επάνω και προς τα έξω, δηλαδή αυτούς στην εξωτερική πλευρά του δέντρου, όπως επίσης και τους οφθαλμούς στους λαίμαργους βλαστούς. Και πρέπει αυτά τα σημεία του δέντρου να τα κλαδεύουμε πιο συχνά, καθώς έτσι περισσότερο νερό και θρεπτικοί χυμοί μεταφέρονται σε άλλα μέρη του δέντρου, οι οποίοι με τη σειρά τους επιταχύνουν την αύξηση των κλαδιών και των φύλλων που εμφανίζουν αργή ανάπτυξη. Μ’ αυτόν τον τρόπο, το δέντρο ως σύνολο έχει μια ισορροπημένη ανάπτυξη κι επομένως η σμίκρυνση του μεγέθους του μπονσάι συνδέεται στενά με την αναπαραγωγή της φυσικής ομορφιάς του δέντρου.

 

Το κλάδεμα της ρίζας αναντικατάστατο για τη δημιουργία μπονσάι

Όλα όσα αναφέρθηκαν θα έχουν αποτέλεσμα μόνον εφ’ όσον αρκετό νερό και τροφή παρέχονται από τις ρίζες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών, το μέγεθος και η ποσότητα των φύλλων και το ύψος του δέντρου στο φυσικό του περιβάλλον καθορίζονται από την απορρόφηση του νερού και της τροφής από το έδαφος και από την ολική ενέργεια που αποδίδεται με τη φωτοσύνθεση.

Για να εξασφαλίσουμε την παροχή αρκετού νερού και τροφής πρέπει να κλαδεύουμε τις ρίζες. Οι ρίζες απορροφούν το νερό και τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους με τα τριχοειδή ριζίδια στα άκρα τους. Τα τριχοειδή ριζίδια έχουν μία μάλλον μικρής διάρκειας ζωή και νέα ριζίδια συνεχώς αντικαθιστούν εκείνα που μαραίνονται. Ο σημαντικότερος παράγοντας στην αύξηση της απορρόφησης δεν είναι να έχουμε χοντρές και μακριές ρίζες, αλλά να αυξήσουμε τη συνολική τους ποσότητα. Όσον αφορά τα δέντρα στο φυσικό περιβάλλον οι μεγάλες και χοντρές ρίζες είναι αναγκαίες για την υποστήριξή τους, αλλά ένα δέντρο μπονσάι δεν χρειάζεται αυτό το είδος των ριζών, ούτε και την κεντρική του ρίζα. Αντίθετα, η κεντρική ρίζα θα παρεμποδίζει τη δημιουργία λεπτότερων ριζών. Κατά τη διάρκεια του κλαδέματος των ριζών πρέπει να επικεντρωθούμε κυρίως στην κεντρική ρίζα και στις άλλες μεγάλες, χοντρές ρίζες. Όπως συμβαίνει στους βλαστούς, έτσι και οι ρίζες θα αναπτύξουν νέες πλευρικές ρίζες μετά το κλάδεμά τους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο συνολικός αριθμός τους. Περισσότερες ρίζες, θα παρέχουν περισσότερο νερό και θρεπτικούς χυμούς, κάτι που είναι επωφελές για την ανάπτυξη των πλευρικών οφθαλμών μετά το κλάδεμα των βλαστών. Εξάλλου, χωρίς κλάδεμα των ριζών θα παραμείνουν μόνο λίγες, με αποτέλεσμα η βλάστηση να είναι φτωχή. Επομένως, το κλάδεμα των ριζών είναι αναντικατάστατο για την επίτευξη του αναμενόμενου αποτελέσματος από το κλάδεμα των βλαστών.

Τα φύλλα των φυλλοβόλων δέντρων πέφτουν αργά το φθινόπωρο και τα νέα φύλλα δεν έχουν ακόμα εμφανιστεί νωρίς την άνοιξη. Έτσι λοιπόν, αργά το φθινόπωρο και νωρίς την άνοιξη είναι οι καλύτερες εποχές για να κλαδέψουμε τη ρίζα στα φυτά της εύκρατης ζώνης. Σε αυτές τις περιόδους, τα φύλλα των αειθαλών δέντρων είναι αδρανή, έτσι οι ανάγκες σε νερό και θρεπτικά συστατικά στους βλαστούς είναι χαμηλές και η ζημία στην ισορροπία μεταξύ ρίζας και βλαστού είναι ελάχιστη, ακόμα κι αν κλαδέψουμε τις ρίζες. Αν τις κλαδέψουμε και δεδομένου ότι η θερμοκρασία εδάφους παραμένει υψηλή αργά το φθινόπωρο ή νωρίς την άνοιξη, οι ρίζες είναι ακόμα ενεργές και ικανές να θεραπεύσουν τις πληγές μετά το κλάδεμα. Για τους ίδιους λόγους, τα τροπικά φυτά είναι καλύτερα να κλαδεύονται στη διάρκεια του λήθαργού τους. Εάν κλαδέψουμε τη ρίζα σε άλλες περιόδους, θα χρειαστεί να αφαιρέσουμε και ένα μέρος του φυλλώματος. Μετά το κλάδεμα πρέπει επίσης να δίνουμε άφθονο νερό στα φυτά. Να σημειώσουμε εδώ ότι, εάν κλαδέψουμε ρίζα στην αριστερή π.χ. πλευρά του φυτού, το φύλλωμα εκείνης της πλευράς ίσως αρχίσει να μαραίνεται σε κάποιο βαθμό. Αυτό υποδηλώνει ότι συγκεκριμένα τμήματα της ρίζας παρέχουν νερό και τροφή σε συγκεκριμένους βλαστούς του φυτού.

 

ΤΥΠΟΙ ΦΥΤΙΚΩΝ ΚΥΤΤΑΡΩΝ

(1) Ένας τύπος φυτικών κυττάρων είναι τα μεριστωματικά κύτταρα, τα οποία διαφοροποιούνται (περνούν από μία σειρά φάσεων που τα οδηγεί στο τελικό στάδιο ωριμότητας και λειτουργίας τους) σε ορισμένες περιοχές που ονομάζονται μεριστώματα.

1a.- Στην κορυφή κάθε βλαστού βρίσκεται το ακραίο μερίστωμα, το οποίο είναι υπεύθυνο για την αύξηση του φυτού σε μήκος (ύψος). Επιδρά περιοριστικά στη διαμόρφωση διακλαδώσεων, παρεμποδίζει την έκπτυξη κι ανάπτυξη των πλαγίων οφθαλμών του βλαστού (κυριαρχία κορυφής). Στο ακραίο μερίστωμα παράγεται η κυριότερη αυξίνη, δηλαδή το ινδολυλ-οξικό οξύ (ΙΑΑ) το οποίο διακινείται προς τα κάτω ως αναπτυξιακό μήνυμα, φτάνει στους πλευρικούς οφθαλμούς και καταστέλλει την παραγωγή ΙΑΑ στους πλευρικούς οφθαλμούς παρεμποδίζοντας τη δραστηριότητα των μεριστωμάτων τους. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι κλαδεύοντας την κορυφή του βλαστού αφαιρούμε το κορυφαίο μερίστωμα και παύει η παραγωγή της ΙΑΑ, με αποτέλεσμα να δίνεται ένα μήνυμα στα εφεδρικά μεριστωματικά κύτταρα που βρίσκονται πιο πίσω στον βλαστό σε λήθαργο να ξυπνήσουν και να δημιουργήσουν νέο βλαστό. Ανάλογα με το είδος του δέντρου, αυτά τα μεριστωματικά κύτταρα μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε στον βλαστό ή σε συγκεκριμένα σημεία, όπου συνήθως φύονται τα φύλλα. Η ενεργοποίηση ενός ματιού που βρίσκεται σε λήθαργο, είναι πιθανό να χρειάζεται την παρουσία ορμόνης σε ορισμένο επίπεδο, αλλιώς το κλαδί θα νεκρωθεί μέχρι εκείνο το σημείο το οποίο λαμβάνει το κατάλληλο ορμονικό μήνυμα. Αυτή είναι η αιτία για την οποία διαφορετικά είδη φυτών αντιδρούν με διαφορετικό τρόπο στο κλάδεμα.  

1b.- Το πλευρικό μερίστωμα είναι τοποθετημένο πλευρικά σε ήδη ανεπτυγμένα μέρη του φυτού π.χ. κάμβιο και είναι υπεύθυνο για την αύξηση του φυτού σε διάμετρο.

1c.- Και το εμβόλιμο μερίστωμα υπάρχει μόνο στα μονοκοτυλήδονα φυτά μεταξύ μονίμων ιστών π.χ. στα γόνατα, επιτρέπει την ταχεία κατά μήκος ανάπτυξη, εκτός εκείνης που οφείλεται στο κορυφαίο μερίστωμα κι ο ρόλος του είναι ζωτικής σημασίας σε περίπτωση καταστροφής του κορυφαίου μεριστώματος. Παίζει ρόλο στην ανάπτυξη ή αναπλήρωση οργάνων.

1d.- Στην περιοχή της ρίζας βρίσκεται το επάκριο μερίστωμα της ρίζας, το οποίο παράγει νέα κύτταρα και νέους ιστούς.

 

(2) Στην περιοχή του φλοιού διακρίνονται οι τύποι κυττάρων: παρέγχυμα, κολλέγχυμα, σκληρέγχυμα και απεκκριτικός ιστός.

2a.- Στα παρεγχυματικά κύτταρα επιτελείται η ζωτικής σημασίας λειτουργία της φωτοσύνθεσης και είναι εξειδικευμένα στην «οικοδομική» και βιοχημική δραστηριότητα.

2b.- Τα κολλεγχυματικά κύτταρα είναι ένας ιδεώδης στηρικτικός ιστός, καθώς προσφέρει καλή στήριξη και ταυτόχρονα επιτρέπει την αύξηση των κυττάρων του ιστού και συναντάται στους αναπτυσσόμενους νεαρούς βλαστούς, καθώς και στους μίσχους των φύλλων.

2c.- Ομοίως και το σκληρέγχυμα έχει ως κύρια λειτουργία τη στήριξη και προστασία του βλαστού. Αυτά τα κύτταρα είναι σκληρά και εύθραυστα κι επομένως δεν μπορούν να επιζήσουν για πολύ. Είναι αυτά που αφαιρούμε, κόβουμε ή σπάζουμε, όταν θέλουμε να μετακινήσουμε ένα κλαδί σε μία άλλη θέση. Επίσης, οι τεχνίτες μπονσάι συχνά αφαιρούν μερικά απ’ αυτά, προκειμένου να λυγίσουν χοντρά κλαδιά. Και δεδομένου ότι αυτά τα κύτταρα είναι νεκρά, η αφαίρεσή τους δεν επιφέρει κάποια ζημιά στο δέντρο. Πέραν τούτου, όταν λυγίζουμε οποιοδήποτε κλαδί, θα χρειαστεί κάποιος χρόνος για να δημιουργηθούν νέα σκληρεγχυματικά κύτταρα που στη συνέχεια θα πεθάνουν, έτσι ώστε να σταθεροποιηθεί η νέα θέση του κλαδιού και αυτό να παραμείνει ακίνητο στη νέα του θέση.

Όταν αφαιρούμε/κλαδεύουμε το ακραίο μερίστωμα των βλαστών, καθώς και το επάκριο μερίστωμα της ρίζας, αφαιρούμε τα κύτταρα τα οποία μπορούν να δώσουν νέα κλαδιά ή περαιτέρω ριζική αύξηση. Επομένως, το δέντρο πρέπει να αντιδράσει ενεργοποιώντας ένα εφεδρικό μερίστωμα σε άλλο σημείο πιο πίσω στο κλαδί. Κι έτσι επιτυγχάνουμε την ανάπτυξη νέων ματιών που μας βοηθά στην πύκνωση της διακλάδωσης. Αυτό φυσικά δεν είναι ένας γενικός κανόνας. Στην περίπτωση των κωνοφόρων, όπως τα πεύκα, χρειάζεται να δημιουργήσουμε μια μικρή πληγή πιο πίσω στο κλαδί προκειμένου να παροτρύνουμε την ανάπτυξη ματιών, αλλά εάν αφαιρέσουμε όλες τις βελόνες τότε το κλαδί θα πεθάνει. Πρέπει να αφαιρέσουμε τα νέα κεριά και να δημιουργήσουμε μια μικρή πληγή, όπως αναφέραμε, ώστε να αναπτυχθούν νέα μάτια.

 

ΡΙΖΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑ

Οι ρίζες έχουν πολύπλοκες λειτουργίες. Αγκυρώνουν τα φυτά, τους παρέχουν νερό και θρεπτικά συστατικά και ανταλλάσσουν με τους βλαστούς διάφορες αυξητικές ουσίες. Στη διάμεση επιφάνεια ριζών και εδάφους λαμβάνουν χώρα πολυάριθμες αλληλεπιδράσεις μεταξύ των φυτών και του περιβάλλοντός τους. Η ποικιλότητα των λειτουργιών και η ευρεία κλίμακα των αλληλεπιδράσεων με το περιβάλλον, καθιστά τη βιολογία των ριζών κάτι περίπλοκο.

Το κλάδεμα των ριζών ακολουθεί τους ίδιους κανόνες όπως και το κλάδεμα των κλαδιών. Όταν κλαδεύουμε τις άκρες των δέντρων, τα εξαναγκάζουμε να αναπτύξουν πλευρικούς κλάδους λόγω της αναδιανομής της αυξητικής ορμόνης «αυξίνης». Το ίδιο συμβαίνει και με το κλάδεμα της ρίζας. Οι γιββερελλίνες είναι οι ορμόνες των ριζών οι οποίες είναι πρωτίστως υπεύθυνες για την πλάγια διακλάδωση. Όπως οι αυξίνες στα υπέργεια στελέχη του δέντρου, έτσι και οι γιββερελλίνες συγκεντρώνονται στις άκρες των ριζών. Η ποσότητα  εξαρτάται από τις μικρές, δευτερεύουσες ρίζες. Όταν κλαδεύουμε ρίζες, υψηλές συγκεντρώσεις γιββερελλινών απομακρύνονται, επιτρέποντας στις δευτερεύουσες ρίζες να επικρατήσουν, κι έτσι εμφανίζεται η πλάγια ανάπτυξη των ριζών.

Μελέτες έχουν δείξει ότι οι γιββερελλίνες είναι υπεύθυνες και για το ξύπνημα των ανθοφόρων οφθαλμών. Γι’ αυτόν τον λόγο συνιστάται να κλαδεύουμε τη ρίζα των ανθοφόρων θάμνων που αρνούνται να ανθίσουν. Κάνοντάς το αυτό εξαναγκάζεται επίσης και η ανάπτυξη αυτών των δευτερευουσών ριζών. Θεωρητικά, όσο περισσότερες ρίζες έχει ένα φυτό, τόσο περισσότερες ορμόνες γιββερελλίνες υπάρχουν και τόσο μεγαλύτερη τάση για ανάπτυξη και βελτίωση του δέντρου καθώς και διακοπή της νάρκης των ανθοφόρων οφθαλμών. Έτσι λοιπόν κατ’ αρχάς, μοιάζει λίγο αντιφατικό το να κόβουμε τις ρίζες και να αφαιρούμε τα κέντρα που θα παρείχαν τα απαραίτητα σήματα, αλλά μόλις ανακάμψουν οι κύριες κι αυξηθούν σε αριθμό οι δευτερεύουσες ρίζες, το συνολικό ποσό των γιββερελλινών αυξάνεται. Οι ρίζες είναι ο εγκέφαλος των φυτών. Κι αυτό διότι το ριζικό μερίστωμα και το καλυπτρογόνο είναι υπεύθυνα για την επιλογή της κατεύθυνσής τους. Αντιλαμβάνονται το περιβάλλον και ακολουθούν την πηγή των θρεπτικών συστατικών αποφεύγοντας τη μη αναγκαία αλληλεπίδραση με άλλες ρίζες. Οι άκρες των ριζών παράγουν επίσης και λαμβάνουν έναν μεγάλο αριθμό σημάτων. Μπορούν να διαφοροποιήσουν τις ρίζες από διαφορετικά φυτά. Μπορούν να στέλνουν σήματα σε ολόκληρο το φυτό για να του πουν πόσο μεγάλο πρέπει να γίνει και πόσο γρήγορα. Ορμόνες όπως το αμπσισικό οξύ ΑΒΑ (ορμονικός αναστολέας της βλάστησης) και το ινδολυλ-οξικό οξύ ΙΑΑ, είναι κρίσιμες για τον προσδιορισμό πολλών εξελίξεων των ριζών, που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη της κορυφής που βλέπουμε στα δέντρα μας.

Αφού λοιπόν οι άκρες των ριζών είναι οι αισθητήρες του φυτού, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε πώς θα πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε. Τα σήματα που στέλνουν στο φυτό μπορούν να είναι ευεργετικά ή μη. Όταν συλλέγουμε δέντρα yamadori, είμαστε υποχρεωμένοι να κλαδεύουμε δραστικά τη ρίζα, και η ικανότητα να αναπτυχθεί και πάλι εξαρτάται από το είδος του δέντρου. Μερικά είδη χρειάζονται μια βοήθεια και γι’ αυτό οι ριζικές ορμόνες χρησιμοποιούνται για να βοηθήσουν τα φυτά με τα σήματα που τους δίνουν για να δημιουργήσουν νέες ρίζες. Δεν είναι πάντα εύκολο να υπολογιστεί το ποσό ορμόνης που χρειάζεται, καθώς αυτό ποικίλει ανάλογα με το είδος του δέντρου.

Μερικά είδη, κυρίως πλατύφυλλα, ευνοούνται από το κλάδεμα της ρίζας κατά τη συλλογή τους, καθώς τα σήματα που παίρνει το φυτό μειώνονται κι έτσι το δέντρο δεν απαντά με σήματα μαρασμού. Επιπρόσθετα, η απουσία απορρόφησης νερού δίνει σήμα στο φυτό να κλείσει τα στόματα, έτσι ώστε τα φύλλα να μην έχουν διαπνοή τόσο μεγάλη και το δέντρο να χάνει λιγότερο νερό. Αυτό όμως δεν έχει εφαρμογή στα κωνοφόρα, στα οποία η ικανότητα να δημιουργούν νέες ρίζες σε παλαιό ιστό ελαττώνεται, κι επομένως τα ηλικιωμένα δέντρα πρέπει να συλλέγονται με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτές ρίζες, ώστε να επιτρέπεται η αργή δημιουργία νέων ριζών κοντά στη βάση τους.

Η καλή ανάπτυξη των ριζών απαιτεί να τους παρέχουμε το καλύτερο περιβάλλον για ν’ αναπτυχθούν. Οι ρίζες χρειάζονται οξυγόνο, και ένα υπόστρωμα με μόρια μεγαλύτερης κοκκομετρίας θα παρέχει το απαιτούμενο οξυγόνο, καθώς επίσης γρήγορη ανταλλαγή του νερού, των μεταλλικών στοιχείων και των θρεπτικών ουσιών. Χρησιμοποιώντας στο μείγμα υλικά διαφορετικής κοκκομετρίας σε διαστρωμάτωση από πάνω προς τα κάτω μέσα στο δοχείο, με τα μεγαλύτερα μόρια στον πυθμένα, έχουμε ταχύτερη υδατική διείσδυση και διακίνηση αέρος. Καθώς το μέγεθος των μορίων γίνεται μικρότερο προς την επιφάνεια του υποστρώματος, παρεμποδίζεται η γρήγορη εξάτμιση του νερού.

Άλλη ιδιότητα του υποστρώματος, σημαντική για τη σωστή ανάπτυξη, είναι η οξύτητα (pH), γιατί κάποια είδη προτιμούν αλκαλικό pH ενώ κάποια άλλα όξινο. Οξύφιλα φυτά που μεγαλώνουν σε αλκαλικό υπόστρωμα, συχνά έχουν ελλείψεις σημαντικών στοιχείων όπως είναι ο σίδηρος και το μαγγάνιο. Αντίθετα, αλκαλόφιλα φυτά δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν λόγω αυξημένης διαλυτότητας και δυνητικής τοξικότητας πολλών ιχνοστοιχείων όπως σίδηρος, μαγγάνιο και ψευδάργυργος, ενώ παράλληλα το όξινο υπόστρωμα τους αποστερεί το ασβέστιο και το μαγνήσιο και τους προκαλεί σοβαρές βλάβες, λόγω των υψηλών συγκεντρώσεων διαλυμένου αλουμινίου ή μαγγανίου.

Το υπόστρωμα είναι το κλειδί της ανάπτυξης. Το καλό υπόστρωμα είναι βασικός παράγοντας για την καλή υγεία του μπονσάι. Χωρίς περίπλοκες και λεπτομερείς περιγραφές, μπορούμε να πούμε με δυο λόγια ότι, εάν το υπόστρωμα που χρησιμοποιούμε δεν παρέχει στο φυτό καλή αποστράγγιση, ενώ παρέχει κάποια συγκράτηση του νερού, τότε είναι η στιγμή που πρέπει να δοκιμάσουμε ένα καλύτερο υπόστρωμα.

 

ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΘΡΕΠΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Όταν ως καλλιεργητές μπονσάι, σκεφτόμαστε μία οξιά, ένα πεύκο, μια φτελιά, ένα κέδρον ή ένα σφενδάμι, ήδη έχουμε στο μυαλό μας μια ειδική «φυσική» εμφάνιση αυτών των δέντρων, που τους δίνει κι ένα ιδιαίτερο σχήμα. Διαφορετικοί τύποι δέντρων έχουν διαφορετικό πρότυπο ανάπτυξης της βάσης του κορμού και των επιφανειακών ριζών, που οφείλεται στη γενετική αντίδραση του κάθε τύπου σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Ο τρόπος που αναπτύσσονται ορισμένα τμήματα του δέντρου, εξαρτάται από τον τρόπο λειτουργίας των κυττάρων που μεταφέρουν τα θρεπτικά συστατικά.

Στην περίπτωση των περισσότερων κωνοφόρων, η κυκλική ροή των χυμών δημιουργεί μία ομοιόμορφη ανάπτυξη του κορμού. Αυτό όμως σημαίνει ότι σε είδη που έχουν καθορισμένη γραμμική κυκλοφορία χυμών, είναι αναμενόμενο ότι οποιαδήποτε σοβαρή τομή κάτω από ένα κλαδί θα έχει ως αποτέλεσμα τον θάνατο αυτού του κλαδιού, όπως συμβαίνει στους γιουνίπερους, ενώ τα είδη με κυκλική κυκλοφορία του θρεπτικού χυμού θα βρουν ένα άλλο μονοπάτι/φλέβα για την παροχή της θρέψης.

Το νερό, το άζωτο και ανόργανα μέταλλα στο έδαφος απορροφώνται από τα τριχοειδή ριζίδια και μεταφέρονται προς τα επάνω μέσα από τα αγγεία του ξυλήματος, στην κύρια ρίζα, στον κορμό, στα κλαδιά και τελικά στα φύλλα και στα μάτια στο άκρο των βλαστών. Το νερό διασπάται στα φύλλα σε οξυγόνο και υδρογόνο με την ηλιακή ενέργεια και διά της φωτοσύνθεσης παράγονται υδατάνθρακες, όπως τα σάκχαρα και το άμυλο, με τον συνδυασμό του υδρογόνου και του διοξειδίου του άνθρακα που απορροφάται από τα στόματα των φύλλων. Οι υδατάνθρακες που παρήχθησαν στα φύλλα μετακινούνται στα κλαδιά, στους βλαστούς και στις ρίζες διά μέσου του φλοιώματος. Τελικά μεταφέρονται στα μάτια και στα άκρα των ριζών όπου είναι ενεργή η διαίρεση των κυττάρων, ή στον αποθηκευτικό ιστό των ριζών και των βλαστών όπου και αποθηκεύονται. Το αντίθετο μπορεί να συμβεί καθώς οι υδατάνθρακες μετακινούνται από τους αποθηκευτικούς ιστούς των βλαστών και των ριζών προς τα φύλλα και τα μάτια. Νερό, υδατάνθρακες και άλλα θρεπτικά συστατικά μεταφέρονται διά μέσου του ξυλήματος και του φλοιώματος, με αλλαγές στην ωσμωτική πίεση και στο τριχοειδές φαινόμενο.

Τα φυτά απορροφούν το περισσότερο νερό και τα θρεπτικά συστατικά, όταν το νερό που εμπεριέχεται στο υπόστρωμα φτάσει σε ποσοστό 20% έως 50% του διαθέσιμου χώρου (25% έως 10% του συνολικού χώρου συμπεριλαμβανομένου και του υποστρώματος). Διαθέσιμος χώρος στο δοχείο νοείται ο χώρος ο οποίος δεν καταλαμβάνεται από στερεά υλικά. Με άλλα λόγια είναι ο χώρος ο οποίος μπορεί να περιλάβει και να φιλοξενήσει το νερό και τον αέρα και βρίσκεται ανάμεσα στα σωματίδια του υποστρώματος και σε τρύπες, ρωγμές και θύλακες εντός των σωματιδίων. Άριστος διαθέσιμος χώρος για τα περισσότερο μπονσάι είναι ένα ποσοστό 50%, όπου το υπόλοιπο 50% καταλαμβάνεται από τα σωματίδια του υποστρώματος.

Εάν ποτίσουμε ολοκληρωμένα, το νερό σπρώχνει τον αέρα εκτός του δοχείου. Σ’ αυτή τη χρονική στιγμή το περιεχόμενο νερό καλύπτει το 100% του διαθέσιμου χώρου. Εάν το υπόστρωμα αποστραγγίζει σωστά, το πλεόνασμα του νερού θα απομακρυνθεί αμέσως και ο διαθέσιμος χώρος θα περιέχει και πάλι ένα μείγμα νερού και αέρα.  Αυτό το μείγμα ιδανικά πρέπει να φτάσει γρήγορα ένα ποσοστό γύρω στο 50% νερό και ύστερα να καταλήξει αργά γύρω στο 20% νερό μέσα στον διαθέσιμο χώρο. Με άλλα λόγια θέλουμε ένα υπόστρωμα με εξαιρετική αποστράγγιση και με κατακράτηση νερού στα βέλτιστα επίπεδα.

Ο χρόνος που το υπόστρωμα κρατάει το νερό στα βέλτιστα επίπεδα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: το είδος του μείγματος στο υπόστρωμα, το μέγεθος και τον τύπο του δοχείου, τον ήλιο, τη ζέστη, τον αέρα, τη θερμοκρασία, την εποχή του έτους και την υγεία του φυτού – για να σημειώσουμε μερικούς από αυτούς. Έτσι φτάνουμε στη λανθασμένη ερώτηση «Πόσο συχνά ποτίζουμε;» αντί να θέσουμε την ερώτηση «Πώς γνωρίζουμε πότε θα ποτίσουμε;». Λοιπόν, ποτίζουμε όταν το υπόστρωμα είναι σχεδόν στεγνό. Ακριβώς όπως πίνουμε νερό όταν διψάμε. Όταν ποτίζουμε, μουσκεύουμε τελείως το υπόστρωμα. Για να απομακρύνουμε όλο τον παλαιό αέρα που υπάρχει μέσα στο υπόστρωμα και να εξασφαλίσουμε ότι έχει ποτιστεί τελείως, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι πραγματικά έχουμε μουλιάσει το υπόστρωμα όταν ποτίζουμε. Μετά, περιμένουμε μέχρι να είναι σχεδόν στεγνό, για να ξαναποτίσουμε. Για να εξασφαλίσουμε ότι το μείγμα αέρα/νερού περνά από το βέλτιστο εύρος της κατακράτησης θρεπτικών ουσιών και νερού, περιμένουμε μέχρι το υπόστρωμα να στεγνώσει σχεδόν, πριν ποτίσουμε εκ νέου το φυτό (με κάποιες περιστασιακές εξαιρέσεις). 

 

ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΠΕΡΙ ΟΡΜΟΝΩΝ

Το κλάδεμα προκαλεί την ανάπτυξη των πλευρικών ματιών κι έτσι οι βλαστοί και οι ρίζες μπορούν να προσαρμόζουν και να ρυθμίζουν τη μεταξύ τους αμοιβαία ισορροπία. Όλες αυτές οι δραστηριότητες οφείλονται στην επίδραση των φυτικών ορμονών, όπως είναι οι αυξίνες και οι κυτοκινίνες.

Οι ορμόνες είναι μόρια τα οποία δεν εμπλέκονται άμεσα στη μεταβολική ή αναπτυξιακή διαδικασία αλλά δρουν σε χαμηλές  συγκεντρώσεις για να μεταβάλουν αυτές τις διαδικασίες. Υπάρχουν έξι αναγνωρισμένες τάξεις φυτικών ορμονών. Κάποιες από αυτές τις κλάσεις εκπροσωπούνται από μερικά διαφορετικά συστατικά ενώ κάποιες άλλες από ένα συστατικό. Όλες οι ορμόνες είναι οργανικά συστατικά και μοιάζουν με μόρια που επανεμφανίζονται στη δομή του φυτού ή στη λειτουργία του. Οι αυξίνες και οι κυτοκινίνες δεν είναι απλώς δύο συγκεκριμένες ορμόνες, αλλά αναφέρονται σε δύο οικογένειες χημικών συστατικών κι έχουν διάφορες επιδράσεις, από τις οποίες η κυριότερη είναι να προάγουν τη διαίρεση των κυττάρων. Η πιο τυπική είναι η δημιουργία των «κάλων» οι οποίοι καλύπτουν τα σημεία όπου έχει δημιουργηθεί τραυματισμός ή μετά από κόψιμο, προκειμένου να κρατηθούν έξω τα μικρόβια και να εμποδιστεί η ροή των χυμών του δέντρου προς τα έξω.

a.- Υπάρχει μόνο μία φυσικώς εμφανιζόμενη αυξίνη και είναι το ινδολ-3-οξικό οξύ (ΙΑΑ) που, μεταξύ των άλλων, παίζει επίσης ρόλο στη διατήρηση της κυριαρχίας της κορυφής (apical dominance). Τα περισσότερα φυτά έχουν πλευρικούς οφθαλμούς τοποθετημένους στο σημείο όπου το φύλλο συνδέεται με το στέλεχος. Οι οφθαλμοί είναι εμβρυϊκό μερίστωμα σε κατάσταση λήθαργου λόγω  της αυξίνης. Καθ’ όσον παράγεται αρκετή αυξίνη από το κορυφαίο μερίστωμα, οι πλευρικοί οφθαλμοί παραμένουν σε λήθαργο. Εάν η κορυφή του βλαστού αφαιρεθεί λόγω ενός ζώου που έβοσκε και την έφαγε ή λόγω ενός καλλιτέχνη μπονσάι που δημιουργούσε κλαδεύοντας, η αυξίνη παύει να παράγεται, γεγονός που κάνει τους πλευρικούς οφθαλμούς να σπάσουν τον λήθαργο και να ξεκινήσουν να αυξάνονται. Στην πραγματικότητα, το φυτό γίνεται πιο θαμνώδες. Το κόψιμο του κορυφαίου οφθαλμού αφαιρεί την αυξίνη και διεγείρει τους πλευρικούς οφθαλμούς να μεγαλώσουν κι έτσι να παραγάγουν καλύτερη διακλάδωση στο δέντρο μας.

b.- Η φυσική κυτοκινίνη είναι η zeatin και έχει σχέση με το DNA ως ενεργό μόριο του ζωντανού οργανισμού. Οι συνθετικές κυτοκινίνες χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια ιστών για την αναπαραγωγή φυτών σε μεγάλες ποσότητες. Χρησιμοποιούνται, επίσης, για τον έλεγχο ανάπτυξης των φρούτων.

c.- Το αιθυλένιο είναι η μοναδική αεριώδης ορμόνη που σχετίζεται με την ωρίμανση των καρπών. Πολλές φορές χρησιμοποιείται στα μπονσάι, όταν αυτά πρέπει να βρίσκονται σ’ ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπτυξης ή άνθισης πριν από την κανονική τους εποχή, ενόψει μιας έκθεσης.

d.- Το αμπσισικό οξύ (ΑΒΑ) είναι μία φυσική ορμόνη που εμποδίζει το φύτρωμα των σπόρων κι εμφανίζεται σε υψηλές συγκεντρώσεις στους σπόρους που βρίσκονται σε λήθαργο. Σε σπόρους στο στάδιο της βλάστησης το ΑΒΑ μειώνεται κι αυτό είναι ένδειξη ότι η βλάστηση των σπόρων ελέγχεται από μία ισορροπία ανάμεσα στις αυξίνες, γιββερελλίνες και κυτοκινίνες.

e.- Οι γιββερελλίνες απομονώθηκαν και κρυσταλλοποιήθηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας 1930. Η φυσική γιββερελλίνη είναι το γιββερελλικό οξύ (GA3). Σήμερα υπάρχουν περισσότερα από 110 είδη γιββερελλίνης, τα οποία  διαφέρουν ελάχιστα χημικά, αλλά οι βιολογικές τους δραστηριότητες είναι πολύ διαφορετικές. Χρησιμοποιούνται για την παύση του λήθαργου των δύσκολων σπόρων και για να προαγάγουν το δέσιμο των σταφυλιών και άλλων φρούτων.

 

Αμοιβαία αποτελέσματα αυξινών και κυτοκινινών στην ανάπτυξη βλαστών και ριζών

Οι αυξίνες κατά κύριο λόγο συντίθενται στα ακραία μάτια των βλαστών. Κυκλοφορούν διά μέσου του φλοιώματος των στελεχών και του κορμού και φτάνουν στις ρίζες. Όταν η συγκέντρωση αυξινών στις ρίζες φτάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο, τότε θα αναπτυχθούν πολλές πλάγιες ρίζες. Έτσι, ένα φυτό με ενεργά ακραία μάτια θα σχηματίσει πολλές διακλαδιζόμενες ρίζες. Εξάλλου, οι αυξίνες επίσης εμποδίζουν τις ρίζες από το να αναπτύσσονται πολύ, γιατί καθώς η συγκέντρωση των αυξινών μεγαλώνει, το φυτό δημιουργεί πολλά λεπτά ριζίδια.

Οι κυτοκινίνες κυρίως συντίθενται στο ακραίο μερίστωμα των άκρων των ριζών. Μεταφέρονται από τις ρίζες στους βλαστούς με το νερό και την τροφή διά μέσου του ξυλήματος των βλαστών και του κορμού. Οι κυτοκινίνες θα συγκεντρωθούν στα ακραία μάτια και αυτή η διαδικασία θα δώσει ώθηση στη διαίρεση των κυττάρων αυξάνοντας έτσι τη ζωτικότητα των βλαστών και των φύλλων. Επομένως, είναι ορθό να πούμε ότι περισσότερες ρίζες ή περισσότερο ακραίο μερίστωμα παράγουν περισσότερες κυτοκινίνες και έτσι οι βλαστοί θα αναπτύσσονται ζωηρότερα. Επιπλέον, οι βλαστοί που αναπτύσσονται ζωηρά θα αυξήσουν και το ποσό των αυξινών που συντίθενται στα ακραία μάτια και που μεταφέρονται στις ρίζες, γεγονός που επιτείνει ακόμα περισσότερο τη σύνθεση των κυτοκινινών εκεί. Αυτά τα ευρήματα αποτελούν την επιστημονική εξήγηση του γεγονότος ότι τα δέντρα με πλούσιο ριζικό σύστημα έχουν και πληθώρα βλαστών και εξηγούν επίσης τον λόγο που τα φυτά σταματούν να αυξάνονται τον χειμώνα. Γιατί καθώς η θερμοκρασία του εδάφους πέφτει χαμηλά τον χειμώνα, οι ρίζες γίνονται λιγότερο ενεργές και έτσι η σύνθεση των κυτοκινινών μειώνεται. Επομένως, σταματά η διαίρεση των κυττάρων στα ακραία μάτια των βλαστών.

Όταν εφαρμόζουμε συρμάτωμα στο δέντρο, το υποβάλλουμε σε αυξημένο στρες ανάπτυξης στα σημεία όπου εμφανίζεται η κάμψη και όπου συμβαίνει υπερβολικό φούσκωμα του στελέχους. Το στρες αυτό αναγκάζει τον κορμό σε κάθετη ανάπτυξη, μεγιστοποιώντας μ’ αυτόν τον τρόπο την έκθεση στο ηλιακό φως. Στα κωνοφόρα σχηματίζεται ξύλο, λόγω συμπίεσης, στην κατώτερη πλευρά ενός κεκλιμένου κορμού στον οποίο εφαρμόζεται ένα δυνατό στρες συμπίεσης, ενώ στα δικοτυλήδονα δέντρα σχηματίζεται ξύλο λόγω τάσης στην ανώτερη πλευρά. Ένα υγιές δέντρο, παρά το συρμάτωμα, θα είναι σε θέση να στέλνει αρκετές αυξίνες για να διευκολύνει το στρες που του προκαλούμε. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ΔΕΝ συρματώνουμε τα αδύναμα δέντρα ή τα κλαδιά που είναι αδύναμα.

 

Γιατί αναπτύσσονται τα πλευρικά μάτια μετά το κλάδεμα – Κυριαρχία κορυφής

Συνήθως ενεργοποιούνται προς αύξηση μόνον τα ακραία μάτια, ενώ όλα τα πλευρικά μάτια πίσω από τα ακραία διατηρούνται σε καταστολή. Αυτό αποκαλείται «κυριαρχία κορυφής». Οι βλαστοί δεν μεγαλώνουν πλευρικά αλλά μόνο προς τα έξω (κατά μήκος). Κλάδεμα είναι το κόψιμο των ακραίων ματιών κατά τρόπον ώστε να απομακρύνουμε την κυριαρχία της κορυφής.

Ας θεωρήσουμε την εξής υπόθεση για να ερμηνεύσουμε το αποτέλεσμα των αυξινών, κυτοκινινών και της κυριαρχίας κορυφής. Τα πλευρικά μάτια που βρίσκονται σε λήθαργο θα μεγαλώσουν αμέσως μετά την εφαρμογή κυτοκινινών. Επίσης, εάν ψεκάσουμε κυτοκινίνες σε όλο το δέντρο, η βλάστηση των πλευρικών ματιών προφανώς θα ενισχυθεί. Έτσι μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η κυριαρχία της κορυφής εμφανίζεται επειδή η συγκέντρωση των κυτοκινινών στα ακραία μάτια είναι πολύ υψηλή. Με άλλα λόγια, η συγκέντρωση κυτοκινινών φτάνει στο μέγιστο στις ρίζες, όπου και συντίθενται, ενώ σταδιακά αυτή η συγκέντρωση μειώνεται καθώς μεταφέρονται προς τα επάνω διά μέσου του ξυλήματος. Στα ανώτατα κορυφαία μάτια όπου εναποτίθενται οι κυτοκινίνες, η συγκέντρωσή τους είναι ιδιαίτερα υψηλή. Οι αυξίνες παράγονται στα ακραία μάτια και προωθούν την απορρόφηση των κυτοκινινών από τα κύτταρα, έτσι οι κυτοκινίνες εναποτίθενται ιδιαιτέρως στα ακραία μάτια με την ενεργή παραγωγή αυξινών. Αντίθετα, οι κυτοκινίνες δεν συσσωρεύονται στα πλευρικά μάτια, έτσι η ανάπτυξη αυτών των ματιών καταστέλλεται.

Η άριστη συγκέντρωση αυξινών για την προώθηση της ανάπτυξης των ακραίων και των πλευρικών ματιών διαφέρει. Έχουμε παρατηρήσει υψηλή συγκέντρωση αυξινών να προάγει την αύξηση των ακραίων ματιών αλλά να καταστέλλει την αύξηση των πλευρικών. Μπορούμε να κάνουμε μια δεύτερη υπόθεση, ότι χρειάζεται χαμηλότερη συγκέντρωση αυξινών προκειμένου να παροτρύνουμε την ανάπτυξη των πλάγιων ματιών. Πράγματι, εάν κλαδέψουμε τα ακραία μάτια και βάλουμε επάνω στην πληγή γέλη άγαρ που περιέχει αυξίνες, αμέσως μετά την έκπτυξη των πλαγίων ματιών, θα παρατηρήσουμε ότι η αύξηση αυτών των πλαγίων ματιών καταστέλλεται. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει την υπόθεση της χαμηλής συγκέντρωσης. Επιπλέον, η αύξηση των πλαγίων ματιών μετά την αφαίρεση των κορυφαίων ματιών είναι το αποτέλεσμα τόσο της μείωσης στις αυξίνες όσο και της αύξησης στις κυτοκινίνες. Πέραν δε των ορμονών, πολλά νέα χημικά συστατικά έχουν ανακαλυφθεί και ταυτοποιηθεί τα τελευταία χρόνια και τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή των φυτών. 

 

ΑΒΙΟΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ

Οι αβιοτικοί παράγοντες που επηρεάζουν την καλλιέργεια πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν. Τέτοιοι παράγοντες είναι π.χ. οι κλιματολογικές συνθήκες και το συρμάτωμα. Πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι από την πλευρά της φυσιολογικής απόκρισης του φυτού σε αυτούς είναι όλοι ίδιοι παρά το ότι σε εμάς φαίνονται να είναι διαφορετικοί. Εάν για παράδειγμα θελήσουμε να εξετάσουμε το συρμάτωμα, θα πρέπει να αναλύσουμε το τι αυτό επιφέρει στο κλαδί που θα συρματώσουμε. Πρώτα θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν το είδος του φυτού με το οποίο ασχολούμαστε. Ποια είναι η υγεία του συγκεκριμένου κλαδιού; Ποια είναι η θέση του κλαδιού σε σχέση με το υπόλοιπο δέντρο; Ποια είναι η φυσιολογική συμβολή του στο δέντρο και σε ποια εποχή του έτους βρισκόμαστε; Γνωρίζοντας αυτούς τους παράγοντες, μπορούμε να προχωρήσουμε στη λήψη των αποφάσεών μας σχετικά με το πόσο μας επιτρέπεται να μετακινήσουμε το συγκεκριμένο κλαδί και πόσο στρες θα προκαλέσουμε στο δέντρο. Εάν προχωρήσουμε στο λύγισμα του κλαδιού χωρίς να το σκεφτούμε πολύ, τότε απλώς ελπίζουμε ότι δεν θα σπάσει. Κάποια κλαδιά θα πεθάνουν, ενώ κάποια άλλα θα χρειαστούν πολύ χρόνο για να επανέλθουν στην υγεία τους. Με την πάροδο του χρόνου μαθαίνουμε μέσα από την εμπειρία. Εάν όμως προηγουμένως μελετήσουμε τους παράγοντες που προαναφέραμε, ίσως και να αποφασίσουμε ότι θα λυγίσουμε πολύ ελαφρά το κλαδί μας ή ακόμα ότι δεν θα λυγίσουμε κάποια άλλα κλαδιά.

Τα δέντρα είναι κατά κάποιο τρόπο προσαρμοσμένα στη μετακίνηση των κλαδιών τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις προκαλείται από την ενέργεια του ανέμου. Σε περιοχές όπου φυσούν δυνατοί άνεμοι, προκαλούνται εκτεταμένες μετακινήσεις των κλαδιών αρκετές φορές την ημέρα. Άλλα παραδείγματα περιπτώσεων που τα κλαδιά μετακινούνται είναι η χιονόπτωση, το βάρος των καρπών σε περίοδο πλούσιας καρποφορίας, όπως και το βάρος ενός μικρού παιδιού που κρεμιέται παίζοντας από το κλαδί του δέντρου.

Ας εξετάσουμε τι συμβαίνει στο δέντρο και πώς αντιδρά σ’ αυτούς τους παράγοντες. Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι το συρμάτωμα πρέπει να γίνεται σωστά, δηλαδή το σύρμα να προσανατολίζεται επάνω στο κλαδί με γωνία περίπου 45°, έτσι ώστε να επιτρέπει στο μέγιστο της ενέργειας του σύρματος να εφαρμόζεται στο κλαδί, καθώς επίσης πρέπει να είναι τόσο χαλαρό, ώστε να επιτρέπει στην κυκλοφορία των χυμών να συνεχίζεται απρόσκοπτα. Με την κίνηση/λύγισμα του κλαδιού το δέντρο αντιδρά με την αποστολή σημάτων από τα μόρια μη κωδικοποιητικού RNA (ή μικρό RNA) προς κάποιες ορμόνες και στη συνέχεια ανταποκρίνονται οι μεταγραφικοί παράγοντες. Η εναπόθεση νέου ξύλου παρέχει ισχύ για τη στήριξη του δέντρου, και συνεχώς παράγεται τέτοιος εξειδικευμένος ξυλώδης ιστός που ονομάζεται «ξυλοποίηση εξ αντιδράσεως», προκειμένου να διορθώσει την κλίση στα κλαδιά του και την ανάπτυξη των βλαστών, κατόπιν της δικής μας μηχανικής επέμβασης του λυγίσματος ή του φυσικού λυγίσματος λόγω των ανέμων. Μπορούμε να αυξήσουμε την ανάπτυξη αυτού του νέου ιστού, κάνοντας μικρές τομές κάτω από τα κλαδιά που θέλουμε να λυγίσουμε, επιτρέποντας μ’ αυτόν τον τρόπο στα νέα κύτταρα να «επιδιορθώσουν» ή να τοποθετήσουν το κλαδί στη νέα του θέση μέσα σε λιγότερο χρόνο. Επειδή δημιουργείται μία τάση, ένα τέντωμα στα κλαδιά ή στον κορμό όταν τα λυγίζουμε, η ανάπτυξη των κυττάρων αλλάζει εξαιτίας αυτής της τάσης και εναποτίθενται περισσότερα κύτταρα στη μία πλευρά προκειμένου να εξισορροπήσουν την κάμψη που υπέστη το κλαδί ή ο κορμός. Αυτή η περίσσεια ανάπτυξης παρατηρείται στις συρματωμένες επιφάνειες. Όταν λέμε ότι το σύρμα «έχει δαγκώσει» στο κλαδί, αυτό δεν σημαίνει ότι το σύρμα είχε τοποθετηθεί πολύ σφιχτά ώστε να βλάψει το ξύλο, αλλά μάλλον σημαίνει ότι τα κύτταρα γύρω από το σύρμα αρχίζουν να επιταχύνουν την ανάπτυξή τους και προσπαθούν να περιβάλουν το σύρμα γύρω γύρω. Αυτή την τεχνική τη χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να βελτιώσουμε τη βάση του δέντρου. Μπορούμε δηλαδή να σφίξουμε περιμετρικά τη βάση του κορμού του δέντρου, διεγείροντάς τον έτσι να φουσκώσει σ’ εκείνο το σημείο και να βελτιωθεί η κωνικότητα. Όμως πρέπει να προσέξουμε να μην αφήσουμε για πολύ χρόνο το σύρμα.

Το αποτέλεσμα της αύξησης των κυττάρων μπορούμε επίσης να το δούμε στα tanuki και στα phoenix grafts. Τα κύτταρα αυξάνονται επάνω και γύρω από το νεκρό ξύλο και το καλύπτουν, δίνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο μία φυσική εμφάνιση στον κορμό. Αυτή η πλαστικότητα που δείχνουν τα φυτά όταν διεγερθούν εξαιτίας της εφαρμογής σε αυτά μηχανικού στρες και η ανάπτυξη νέων κυττάρων που θα επακολουθήσει είναι ένας γενετικός μηχανισμός που αυξάνει την ταχύτητα με την οποία αναπτύσσονται τα κύτταρα. Το ίδιο συμβαίνει όταν κοπούμε σε κάποιο σημείο του σώματός μας. Ενεργοποιούνται τα κύτταρα γύρω από το κόψιμο για να διαιρεθούν και να σφραγίσουν την πληγή. Κανονικά δεν επρόκειτο να διαιρεθούν, παρά μόνον εάν λάβουν ένα σινιάλο, το οποίο τους παρέχει το κόψιμο.

 

ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ – ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΚΛΙΜΑΤΑ

Η θερμοκρασία είναι ένας από τους παράγοντες που πρέπει να εξετάζουμε όταν καλλιεργούμε μπονσάι. Σχετικές παράμετροι με τη θερμοκρασία που πρέπει να λαμβάνουμε υπ’ όψιν είναι:

  • Μέγιστη θερμοκρασία ημέρας
  • Κατώτερη θερμοκρασία ημέρας
  • Διαφορά μεταξύ θερμοκρασίας ημέρας και νύχτας
  • Μέση θερμοκρασία ημέρας
  • Μέση θερμοκρασία νύχτας

Οι κλιματικές ζώνες που έχουν καθοριστεί μας δίνουν σαφείς πληροφορίες για τα είδη των δέντρων που μπορούμε εύκολα να καλλιεργήσουμε στην περιοχή μας με βάση τη θερμοκρασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να καλλιεργήσουμε δέντρα από άλλα μέρη του κόσμου, αλλά ότι θα πρέπει να δίνουμε περισσότερη σημασία στο τι χρειάζεται το συγκεκριμένο δέντρο, δεδομένου ότι δεν έχει αναπτυχθεί για να ζει κάτω από τις νέες συνθήκες και είναι περισσότερο ευαίσθητο σε παθογόνα κατά τη διαδικασία εγκλιματισμού στη νέα του περιοχή. Δεν σημαίνει επίσης ότι μπορούμε να καλλιεργούμε οποιοδήποτε είδος οπουδήποτε εμείς ζούμε, αλλά σε πολλές περιπτώσεις μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα μικροκλίμα, έτσι ώστε να διευκολύνουμε τις ειδικές ανάγκες του φυτού.

Άλλοι παράγοντες που μελετούμε :

Υψόμετρο: Για κάθε 91,44m αύξηση υψομέτρου αντιστοιχεί περίπου 1 βαθμός F ή -17,22ο C πτώση στη θερμοκρασία.

Συγκέντρωση υγρασίας: Τη νύχτα ο παγωμένος, υγρός αέρας κατακάθεται στα χαμηλά σημεία. Έτσι η περιοχή μιας κοιλάδας είναι σημαντικά ψυχρότερη από την περιοχή στις πλαγιές των λόφων που την περιβάλλουν.

Έκθεση στο ηλιακό φως: Η νότια έκθεση απορροφά περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία από τη βορινή έκθεση. Στις ορεινές περιοχές, η νότια έκθεση θα έχει συντομότερη εποχή ανάπτυξης. Φυτά των θερμών εποχών που απαιτούν υψηλότερες θερμοκρασίες, τοποθετούνται στις νότιες πλευρές των κτιρίων προκειμένου να συγκεντρώνουν περισσότερη θερμότητα. Με βάση την τοπική γεωμορφολογία, τα φυτά μπορούν να προστατευτούν ή να βλαφθούν από τη θερμότητα που απορροφούν τα κτίρια ή μεγάλοι βράχοι, καθώς και από τους ψυχρούς ή θερμούς ανέμους που τα αποξηραίνουν. Σε ψυχρότερες περιοχές, ένα επιφανειακό στρώμα από πέτρες μπορεί να δώσει προστασία από τον πάγο και να αυξήσει τις θερμοκρασίες για ενίσχυση της ανάπτυξης του μπονσάι. Σε θερμότερες περιοχές, ένα επιφανειακό στρώμα από πέτρες μπορεί να αυξήσει σημαντικά τη θερινή θερμοκρασία και τις ανάγκες σε νερό των δέντρων μας.

Επίδραση της θερμότητας στην ανάπτυξη: Η θερμοκρασία επηρεάζει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών καθώς και την ταχύτητα της φωτοσύνθεσης. Οι ρυθμοί της φωτοσύνθεσης και της αναπνοής επιταχύνονται με την αύξηση της θερμοκρασίας, εντός ορίων. Καθώς η θερμοκρασία φτάνει τα ανώτατα όρια που το φυτό μπορεί να αντέξει, ο ρυθμός κατανάλωσης τροφής για τη λειτουργία της αναπνοής μπορεί να ξεπεράσει τον ρυθμό παραγωγής της τροφής διά της φωτοσύνθεσης και τότε το φυτό καταναλώνει τυχόν υπάρχουσα αποθηκευμένη ενέργεια. Η θερμοκρασία επηρεάζει επίσης τη βλαστικότητα των σπόρων. Οι σπόροι των δέντρων της ψυχρής εποχής φυτρώνουν στους 4,5οC έως 26,5οC, ενώ αυτοί των δέντρων της θερμής εποχής στους 10 οC έως 32,22οC. Την άνοιξη η θερμοκρασία του κρύου υποστρώματος είναι περιοριστικός παράγων για την ανάπτυξη των φυτών. Στα μέσα του καλοκαιριού η υψηλή θερμοκρασία του υποστρώματος μπορεί να εμποδίσει τους σπόρους να φυτρώσουν.

Ανθεκτικότητα φυτών: Η ανθεκτικότητα αναφέρεται στην ικανότητα του φυτού να αντέξει το κρύο. Εντούτοις, η χαμηλή θερμοκρασία είναι μόνο ένας από τους πολλούς παράγοντες που επιδρούν στην ανθεκτικότητα του φυτού. Οι παράγοντες-κλειδιά που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν συμπεριλαμβάνουν:

  • Φωτοπερίοδος (διάρκεια της ημέρας)
  • Γενετική (πηγή προέλευσης του φυτικού υλικού)
  • Θερμοκρασία της ψυχρότερης εποχής
  • Ταχείες αλλαγές της θερμοκρασίας (περιοχές στις ερήμους παρουσιάζουν απότομες αλλαγές λόγω έλλειψης υγρασίας)
  • Υλικά τέτοια όπως το νερό, τα οποία ρυθμίζουν τις διακυμάνσεις στη θερμοκρασία
  • Άνεμος (επιφέρει απότομες αλλαγές στη θερμοκρασία ή στην υγρασία, εάν δεν υπάρχει κάτι για να τον εμποδίσει στην πορεία του)

Περίοδος ανάπαυσης: Τα δέντρα χρειάζονται μία περίοδο ανάπαυσης. Η συγκέντρωση ορισμένων μονάδων ψυχρότητας είναι απαραίτητη για τον έλεγχο της περιόδου ανθοφορίας των ξυλωδών φυτών της εύκρατης ζώνης. Η χειμερινή περίοδος ανάπαυσης (αριθμός ωρών με θερμοκρασία 0 έως 7οC) είναι απαραίτητη για να σπάσει ο λήθαργος των ματιών. Ακολουθεί ένας πίνακας με είδη που χρησιμοποιούμε ως μπονσάι και τα οποία χρειάζονται χειμερινή ανάπαυση.

Μηλιά

1.000-1.600 ώρες

Βερικοκιά

          200-400 ώρες

Κερασιά

900-1.200 ώρες

Σφενδάμι

100-1.300 ώρες

Ροδακινιά

400-800 ώρες

Αχλαδιά

500-1.000 ώρες

Ευρωπαϊκή δαμασκηνιά

800-1.200 ώρες

Γιαπωνέζικη δαμασκηνιά

<800 ώρες

Καρυδιά

500-1.500 ώρες

Κυδωνιά

<500 ώρες

Αμυγδαλιά

180-350 ώρες

Φιστικιά

1.000 ώρες

Συκιά, ροδιά

<400 ώρες

Είναι δυνατόν να παράσχουμε μία περίοδο λήθαργου ακόμα και σε εσωτερικό χώρο, αλλά αυτό προϋποθέτει πολύ καλή γνώση του συγκεκριμένου είδους δέντρου και ένα επιμελημένο φειδωλό πότισμα. Επίσης περιλαμβάνεται προσεκτικό και συγκεκριμένο κλάδεμα και αποφύλλωση στον απολύτως κατάλληλο χρόνο. Είδη τα οποία δεν είναι ενδημικά χρειάζονται μεγαλύτερη εξάσκηση και υπομονή από τα είδη που ευδοκιμούν τοπικά.

 

«ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ» ΚΑΙ «ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ»

Ωφέλιμα έντομα

Υπάρχουν πολλά έντομα που είναι ευεργετικά για το μπονσάι μας. Μερικά, όπως η πασχαλίτσα, μπορούν να εξαφανίσουν τρώγοντας όλες τις αφίδες από τα φυτά μας. Το αλογάκι της Παναγίας  μπορεί να βγει κυνήγι για να βρει ως θήραμα τους γρύλους ή άλλα μικρά έντομα που τους αρέσει να τρώνε σαν σαλάτα τα μπονσάι μας. Οι μέλισσες και οι σφήκες δεν βλάπτουν τα δέντρα μας, όπως επίσης και οι ενήλικες πεταλούδες. Όμως οι κάμπιες πριν γίνουν πεταλούδες μπορούν να φάνε πάρα πολλά φύλλα. Άλλα μικρά ζωάκια όπως τα σαμιαμίδια ή οι βάτραχοι δεν βλάπτουν τα δέντρα. Στην πραγματικότητα κυνηγούν τα έντομα τα οποία προσπαθούμε κι εμείς να ξεφορτωθούμε. Επομένως, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην προσπαθούμε να σκοτώσουμε οτιδήποτε πλησιάζει τα μπονσάι μας, αλλά να σεβόμαστε τη φύση και να μαθαίνουμε από αυτή.

 

Μυκόρριζα, βακτήρια και μέταλλα

Όλοι οι οργανισμοί χρειάζονται το άζωτο ως στοιχείο πολλών σημαντικών βιολογικών μορίων, συμπεριλαμβανομένων των πρωτεϊνών και των νουκλεοτιδίων. Εντούτοις, το άζωτο στην ατμόσφαιρα δεν βρίσκεται σε μορφή απορροφήσιμη από τα φυτά. Πολλά φυτά έχουν μία συμβιωτική σχέση με βακτήρια που αναπτύσσονται στις ρίζες τους. Αυτά τα φυτά συνήθως έχουν στις ρίζες τους εξογκώματα όπου μεγαλώνουν τα βακτήρια τα οποία λαμβάνουν το άζωτο της ατμοσφαίρας και το μετατρέπουν σε μία μορφή που είναι χρήσιμη για το φυτό. Αυτά τα ριζικά εξογκώματα είναι μία μεγέθυνση της ρίζας ορισμένων φυτών, ειδικά των λαχανικών, όπου βακτήρια (ριζόβια) ζουν συμβιωτικά με το φυτό. Μπονσάι αυτού του είδους είναι οι ακακίες, οι γλυτσίνες, η σέννα και άλλα.

Ένας άλλος ευεργετικός οργανισμός είναι η μυκόρριζα. Η μυκόρριζα είναι ένα ειδικό συμβιωτικό μόρφωμα (ή όργανο) που προκύπτει από τη συνένωση των ριζών ενός φυτού με μύκητες διαφόρων ειδών. Οι ρίζες απορροφούν νερό από τα τριχοειδή ριζίδια. Τα τριχοειδή ριζίδια αυξάνουν τη ριζική επιφάνεια κι επομένως την επιφάνεια που απορροφά. Η προσθήκη συμβιωτικών μυκήτων μυκόρριζας αυξάνει πάρα πολύ την απορρόφηση του νερού και των μεταλλικών στοιχείων του εδάφους από τις ρίζες. Επίσης, κατά ένα μέρος επεξεργάζεται το έδαφος έτσι ώστε να απορροφώνται αυτά τα στοιχεία ευκολότερα από το φυτό. Σε πολλές περιπτώσεις, αυξάνει τον αριθμό των τριχοειδών ριζιδίων, γεγονός το οποίο είναι ένας από τους στόχους μας στο μπονσάι, καθώς χρειαζόμαστε έναν μεγάλο αριθμό μικρών ριζών προκειμένου να έχουμε και αρκετή ριζική επιφάνεια μέσα στον περιορισμένο χώρο του δοχείου.

Υπάρχουν πολλοί τύποι μυκόρριζας και μερικοί είναι αποκλειστικοί ορισμένων ειδών δέντρων, δηλαδή προτιμούν συγκεκριμένα είδη με τα οποία συνεργάζονται, όπως είναι τα κωνοφόρα για παράδειγμα, τα οποία αδυνατίζουν όταν λείπει η δική τους μυκόρριζα. Επιπλέον, διαφορετικοί τύποι ριζόβιων βακτηρίων μπορούν να συνεργάζονται με τη μυκόρριζα και να υποβοηθούν τα δέντρα και τα λαχανικά στο να απορροφούν καλύτερα την τροφή τους.

Προκειμένου να διατηρούμε ζωντανή τη μυκόρριζα των δέντρων, δεν πρέπει να ποτίζουμε με χλωριωμένο νερό. Γι’ αυτό είναι καλό να αφήνουμε το νερό της βρύσης σε δοχείο για μία ημέρα και να το χρησιμοποιούμε την επομένη, ώστε το χλώριο να έχει εξατμισθεί. 

 

 

Έρευνα/Κείμενο/Μεταφράσεις: Α. Π. - 2016

Επιμέλεια/Διόρθωση: Ν. Φ.

image source:https://www.conncoll.edu/academics/majors-departments-programs/majors-and-minors/botany/

Last modified on Τετάρτη, 05 Απριλίου 2017 14:05
  1. Δημοφιλή
  2. Δείτε Επίσης...

Φωτογραφίες

Φθινοπωρινό εργαστήριο 26.09.2021
Montpellier maple
Hellenic Bonsai 2016 - Mediterraneo
Θεματικό Εργαστήριο – Μεταφυτεύσεις / Μάρτιος 2023
Ελιά
62η Ανθοκομική Έκθεση Κηφισιάς